- κεντώ
- -άω (ΑΜ κεντῶ, -έω)1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα»)2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.)νεοελλ.1. μτφ. προξενώ οδυνηρούς νυγμούς, σουβλιές («έχει μέρες να μέ κεντήσει το στομάχι μου»)2. μτφ. α) διεγείρω, παρακινώ, σκουντώ («κεντώ την περιέργεια»)β) ενοχλώ, στενοχωρώ, πειράζω, ερεθίζω («μην τόν κεντάς, γιατί θυμώνει»)3. παροιμ. «κεντά και δε σβουρίζει» — γι' αυτούς που ενεργούν ύπουλανεοελλ.-μσν.1. φτιάχνω κέντημα, κάνω στολίδια με κλωστή πάνω σε ύφασμα («κεντάει την προίκα της»)2. καίω3. πυροδοτώ4. ανάβω5. είμαι ζεστός, πυρακτωμένος6. καίγομαι7. μτφ. α) φλέγομαιβ) βασανίζω8. λάμπω, φωτίζω9. μέσ. κεντούμαι, -έομαιεξάπτομαιμσν.(για ασθένεια κολλητική) προσβάλλωαρχ.1. πληγώνω, τυραννώ, βασανίζω, μαχαιρώνω2. παροιμ. «κεντῶ τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν» — για μεγάλη βιασύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *kent- «κεντρίζω» και συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hantag «μυτερός, οξύς» (< πρωτογερμ. *handa, που αντιστοιχεί στο κοντός «κοντάρι») και το λεττον. sits «κοντάρι κυνηγιού». Οι κελτικές λ. (ιρλδ. cinteir «σπιρούνι», βρεταν. kentr «σπιρούνι», ουαλ. cethr «καρφί») πρέπει να προέρχονται από το λατ. centrum. Ο ενεστ. κεντῶ προέκυψε υποχωρητικά από τον αρχ. αόρ. κένσαι < *κέντ-σαι. Στη συνέχεια από τον ενεστ. σχηματίστηκε νέος αόρ. ἐκέντη-σα και μέλλ. κεντή-σω. Τα παρ. εμφανίζουν τα θ. κεντ-, κεντή- και κεσ- (< κεντ- προ οδοντικού). Τέλος, η ετεροιωμένη βαθμίδα κοντ- τής ρίζας εμφανίζεται στο παρ. κοντός «κοντάρι».ΠΑΡ. κέντημα, κέντηση (ις), κεντητήριο, κεντητής, κεντητικός, κεντητός, κέντρο(ν), κοντόςαρχ.κεστός, κέστρα, κέστρον, κέστροςμσν.κεντέανεοελλ.κεντησιά, κεντή(σ)τρα, κεντιά, κεντίδι.ΣΥΝΘ. παρακεντώαρχ.αποκεντώ, διακεντώ, εγκεντώ, εκκεντώ, κατακεντώ, περικεντώ, προδιακεντώ, προκεντώ, συγκεντώ, συνεκκεντώ, υποκεντώνεοελλ.ξανακεντώ, χρυσοκεντώ, ψιλοκεντώ].
Dictionary of Greek. 2013.